επίχαρις

επίχαρις
Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν Ρωμαία και μαρτύρησε με ξίφος κατά την εποχή του Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 27 Σεπτεμβρίου.
* * *
ἐπίχαρις, -ι (AM)
1. χαριτωμένος, ευχάριστος, γεμάτος χάρη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίχαρι
α) ευχάριστο ήθος, πολιτισμένη συμπεριφορά
β) κομψότητα κατασκευής ή συλλογισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χαρις (< χάρις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἐπίχαρις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίχαρις — pleasing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχαριτώτερον — ἐπίχαρις pleasing masc acc comp sg ἐπίχαρις pleasing neut nom/voc/acc comp sg ἐπίχαρις pleasing masc acc sg ἐπίχαρις pleasing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχαριτώτατον — ἐπίχαρις pleasing masc acc sg ἐπίχαρις pleasing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχαριτώτερα — ἐπίχαρις pleasing neut nom/voc/acc comp pl ἐπίχαρις pleasing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχαριτώτερος — ἐπίχαρις pleasing masc nom comp sg ἐπίχαρις pleasing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχάριτα — ἐπίχαρις pleasing neut nom/voc/acc pl ἐπίχαρις pleasing masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίχαρι — ἐπίχαρις pleasing masc/fem voc sg ἐπίχαρις pleasing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχαριτωτάτη — ἐπίχαρις pleasing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχαρίτων — ἐπίχαρις pleasing gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”